ὀϊστοδόχος

ὀϊστοδόχος
ὀϊστο-δόχος, ον, = foreg., ὅπλον Sch.Hes. Sc.128.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ὀιστοδόχον — ὀιστοδόχος masc/fem acc sg ὀιστοδόχος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οϊστοδόκος — ὀϊστοδόκος και ὀϊστοδόχος, ον, θηλ. και ὀϊστοδόκη (Α) αυτός που χρησιμοποιείται ως θήκη για βέλη, ως φαρέτρα («ὀϊστοδόκην μὲν ἐπὶ χθονὶ θῆκε φαρέτρην», Απολλ. Ρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀϊστός «βέλος» + δόκος / δόχος (< δέχομαι), πρβλ. ξενο δόκος /… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”